-
1 πολυ-κανής
πολυ-κανής, ές, viele od. viel tödtend, ϑυσίαι πατρὸς πολυκανεῖς βοτῶν, Aesch. Ag. 1142.
См. также в других словарях:
πρόπυργος — ον, Α αυτός που προσφέρεται ή τελείται υπέρ τών πύργων, δηλ. υπέρ τής πόλεως («ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς πολυκανεῑς βοτῶν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek